ἀπολυπραγμόνητα

ἀπολυπραγμόνητα
ἀπολυπραγμόνητος
not meddled with
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεχνουργώ — τεχνουργῶ, έω, ΝΜΑ [τεχνουργός] κατασκευάζω κάτι εντέχνως, δημιουργώ με τεχνικό τρόπο («ἀπολυπραγμόνητα τὰ παρὰ τοῡ Θεοῡ τεχνουργούμενα», Κύριλλ.) νεοελλ. κατασκευάζω κάτι με τεχνικά μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”